- δειπνοσοφιστής
- δειπνοσοφιστής, ο (Α)1. αυτός που ξέρει καλά τα μυστικά της μαγειρικής2. Δειπνοσοφισταί, οιτίτλος έργου τού Αθηναίου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δειπνοσοφιστής — ο αυτός που συζητάει για κάθε είδους ζητήματα την ώρα του δείπνου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δείπνο — το και δείπνος, ο (AM δεῑπνον, το και δεῑπνος, ο) 1. το βραδινό φαγητό («κι ανέγνοιος εκοιμούντονε, το δείπνο να χωνέψει» «ἔχουσι γεῡμα θλιβερόν, δεῑπνον ὀνειδισμένον» «χωρεῑν ἐπὶ δεῑπνον») 2. η ώρα τού βραδινού φαγητού (α. «θα γυρίσουμε κατά το… … Dictionary of Greek